Zingiber officinale (Ζιγγίβερις η φαρμακευτική) Rosc.
Ρίζωμα πιπερόριζας.
Τομή πιπερόριζας.
Ψιλοκομμένη πιπερόριζα (έμπροσθεν προς επάνω στη φωτογραφία: σκόρδο, πιπερόριζα, καυτερή πιπεριά, λεμονόχορτο).
Αποξηραμένη πιπερόριζα − αλεσμένη σε μορφή σκόνης.
Η πιπερόριζα ή τζίντζερ (παλαιότερη ελληνική ονομασία ζιγγίβερη ή ζιγγίβερις < αρχ. ελ.: ζιγγίβερις – αρχ. ινδ. γλώσσα πάλι: सिंगिवेर, σανσκριτικά: शृंगवेर – αγγλικά: ginger, γαλλικά: gingembre, γερμανικά: Ingwer, ιταλικά: zenzero, πορτογαλικά: gengibre)[1] είναι η ρίζα του φυτού Zingiber officinale (Ζιγγίβερις η φαρμακευτική) η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική αλλά και ως μπαχαρικό στο φαγητό ή ως εξωτική λιχουδιά. Το είδος αυτό δίνει το όνομα στην ομάδα φυτών Zingiberaceae, της οποίας άλλα γνωστά μέλη είναι το καρδάμωμο (κακουλέ), ο κουρκουμάς (κιτρινόριζα), η γκαλάνγκα κλπ.
Η καλλιέργεια της πιπερόριζας ξεκίνησε αρχικά στη Νότια Ασία, αλλά είναι διαδεδομένη και στην Ανατολική Αφρική και επίσης στην Καραϊβική.[2] Χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την ιατρική και στην αρωματοποιία, ενώ παράλληλα χρησιμοποείται και για λατρευτικούς σκοπούς.
Η προέλευση της λέξης τζίντζερ είναι αντιδάνειο από το αγγλικό όνομα του μπαχαρικού, προερχόμενο αρχικά από την Ταμίλ γλώσσα: ίντζι βερ (இஞ்சி வேர்). Ο βοτανικός όρος για τη ρίζα στην Ταμίλ γλώσσα είναι βερ (வேர்) έτσι ονομάζεται ρίζαίνζι ή ίνζι βερ. [3] Η ελληνική ζιγγίβερις συναντάται ως ginginer στη μεσαιωνική λατινική και εν συνεχεία στην παλιά αγγλική gingifere, την οποία ύστερα η γαλλική ονομάζει gingembre και καταλήγει στα αγγλικά ginger.[1]
Η πιπερόριζα είναι πολυετές φαρμακευτικό φυτό το οποίο έχει κονδυλώδεςρίζωμα με χαρακτηριστική καφέ φλούδα στο εξωτερικό του, ενώ εσωτερικά έχει ανοιχτό κίτρινο χρώμα και αναδύει χαρακτηριστικό πικάντικο και λεμονοειδές άρωμα. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα από μητρικές φυτείες με μήκος 3-5 εκατοστά, βάρος 15-20 γραμμάρια και τουλάχιστον έναν βλαστοφόρο οφθαλμό και κάθε χρόνο μπορεί να φτάσει σε ύψος ως 1 μέτρο και 20 εκατοστά από οφθαλμούς στα ριζώματα του φυτού. Οι βλαστοί της πιπερόριζας είναι συμπαγείς, κυλινδρικοί, όρθιοι και περικλείονται από μεμβρανώδη κολεό. Στις χώρες καταγωγής του φυτού εγκατάσταση γίνεται σε ξύλινα τελάρα ή κατά προτίμηση (ανάλογα και με τη δομή του εδάφους) σε σαμάρια από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο, ενώ σε άλλα μέρη από τον Σεπτέμβριο ως Οκτώβριο, καθώς αρχικά απαιτείται αρκετό νερό για να αναπτυχθεί.
Τα φύλλα που προκύπτουν είναι μυτερά, λεία και μακριά, με μήκος περίπου 1,5 με 2,5 εκατοστά και πλάτος 8 με 15 εκατοστά, ενώ ο μίσχος τους αναπτύσσεται αντιδιαμετρικά, κατ' εναλλαγή των πλευρών. Τα άνθη αναπτύσσονται εσωτερικά σε κωνοειδείς ταξιανθίες οι οποίες αποτελούνται από σειρές πράσινων βράκτιων φύλλων. Εσωτερικά κάθε βράκτιου προκύπτουν λουλούδια με ποικιλία χρωμάτων όπως άσπρα, κίτρινα και πορτοκαλί. Οι καρποί του φυτού είναι κάψες που αλλάζουν χρώμα καθώς ωριμάζουν, από πράσινο σε καφέ με πορτοκαλί εσωτερικό.
Από το 1585, η πιπερόριζα της Τζαμάικα ήταν το πρώτο ανατολίτικο μπαχαρικό το οποίο καλλιεργήθηκε στον Νέο Κόσμο (στην Αμερική και Ωκεανία) και στη συνέχεια έγινε εισαγωγή στην Ευρώπη.[4] Αυτή τη στιγμή η Ινδία έχει την πρωτιά στην παραγωγή (περίπου 30%-50% της παραγωγής γίνεται στην Ινδία), αντικαθιστώντας την Κίνα, η οποία βρίσκεται στη δεύτερη θέση παραγωγής (~20.5%). Ακολουθεί η Ινδονησία (~12.7%), το Νεπάλ (~11.5%) και η Ταϊλάνδη (~10%). Καλύτερη θεωρείται η ποιότητα της Τζαμάικα.[1]
Σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας η φρέσκια πιπερόριζα είναι ένα από τα κύρια συστατικά στην προετοιμασία φαγητών με λαχανικά και φακές. Η πιπερόριζα αποξηραμένη και αλεσμένη, σε μορφή σκόνης, χρησιμοποιείται επίσης σε τοπικά φαγητά. Φρέσκια και αποξηραμένη πιπερόριζα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό σε καφέ ή τσάι, ιδιαίτερα τον χειμώνα.
Στην Ινδία είναι ένα από τα βασικά συστατικά σε μίγματα μπαχαρικών, όπως το κάρυ και το γκαράμ μασάλα. Στο Μπανγκλαντές η φρέσκια πιπερόριζα σε κομμάτια χρησιμοποιείται ως βάση σε φαγητά με κρέας, όπως κοτόπουλο, μαζί με κρεμμυδάκια και σκόρδο. Στη Μιανμάρ η πιπερόριζα αποκαλείται γχιν και επίσης χρησιμοποιείται στην τοπική κουζίνα αλλά και σε παρασκευή παραδοσιακών φαρμάκων. Στη Μιανμάρ υπάρχει και πιάτο με σαλάτα το οποίο αποκαλείται γχιν-θοτ και αποτελείται από τριμμένη πιπερόριζα διατηρημένη σε λάδι με μια ποικιλία από ξηρούς καρπούς και σπόρους.
Στην Ινδονησία η πιπερόριζα χρησιμοποιείται ευρέως στην τοπική κουζίνα και ένα ποτό το οποίο ονομάζεται γεντάνγκ ζαχέ παρασκευάζεται από πιπερόριζα και ζάχαρη από φοίνικα. Στη Μαλαισία η πιπερόριζα ονομάζεται χαλιά και χρησιμοποιείται στην τοπική κουζίνα και ειδικά στις σούπες. Στις Φιλιππίνες παρασκευάζεται ένα τσάι που ονομάζεται σαλαμπάτ. Στο Βιετνάμ φρέσκα κομμάτια πιπερόριζας χρησιμοποιούνται ως γαρνιτούρα στο τοπικό φαγητό με γαρίδες κανχ κχοάι μο. Στην Κίνα κομμένη πιπερόριζα σε φέτες ή ολόκληρη χρησιμοποιείται σε μεζέδες με ψάρια και κρέας, ενώ χρησιμοποιείται και στην παρασκευή τσαγιού με βότανα. Οι κινέζικες μπομπονιέρες γίνονται με ζαχαρωμένη πιπερόριζα. Στην Ιαπωνία η πιπερόριζα συμπληρώνει φαγητά από τόφου και νουντλς, αλλά στο τσουκεμόνο (ιαπωνικό τουρσί) το ιαπωνικό γκάρι (ιαπωνικάガリ ) είναι τουρσί από πιπερόριζα.[5] Στην Κορέα χρησιμοποιείται η πιπερόριζα στο παραδοσιακό φαγητό κίμτσι.
Οι Άραβες αποκαλούν την πιπερόριζα ζανχαμπίλ και σε κάποιες περιοχές της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στο τσάι και στο γάλα. Στην Αραβική κουζίνα χρησιμοποιείται συχνά σε μίγματα μπαχαρικών, όπως στα χαουάιι (αραβ.خاواييج, εβρ.חו׳יג׳, Υεμένη), μπαχαράτ (αραβ.بهارات, Αραβία − επίσης στο Ιράν και την Τουρκία) και ρας ελ χανούτ (راس الحانوت, Μαρόκο).
Μπύρα από πιπερόριζα παρασκευάστηκε αρχικά στην Αγγλία στα μέσα του 18ου αιώνα [11] και στη συνέχεια έγινε διάσημη στην Αγγλία, ΗΠΑ και Καναδά. Η μπύρα αυτή απόκτησε μεγαλύτερη φήμη στις αρχές του 20ου αιώνα. [12][13] Στα Ιόνια νησιά η μπύρα πιπερόριζας έγινε διάσημη από τον Βρετανικό στρατό το 19ο αιώνα κατά την περίοδο του Ιονικού Κράτους. Σήμερα στην Κέρκυρα η μπύρα πιπερόριζας παρασκευάζεται ως τοπικό ποτό με την ονομασία τσιτσιμπίρα.[14]
Στη Γαλλία παρασκευάζεται λικέρ με πιπερόριζα [15] ενώ στην Αγγλία η πιπερόριζα χρησιμοποιείται στη παρασκευή είδους κρασιού το οποίο ονομάζεται "πράσινο κρασί πιπερόριζας" και πωλείται παραδοσιακά σε πράσινα μπουκάλια.[16] Η πιπερόριζα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στην παρασκευή ζεστού καφέ ή τσαγιού.
Στη Γερμανία και στην Αυστρία η πιπερόριζα χρησιμοποιείται σε μπισκότα, όπως τα λεμπκούχεν (γερμ.Lebkuchen), ζαχαρωμένη σε καραμέλες, σε ζεστά ροφήματα, όπως σε τσάι πιπερόριζας στο οποίο συχνά προστίθεται κατά τη βράση κανέλα ή και πορτοκάλι, αλλά και σε λικέρ και ποτά ειδικά τον χειμώνα, όπως στο παραδοσιακό Glühwein. Συνταγές για ζεστό κρασί αρωματισμένο με μπαχαρικά ήταν γνωστές στην Ευρώπη και κατά τον Μεσαίωνα. Από αυτές προέρχεται και το ζεστό, γλυκό, γερμανικό ποτό, το οποίο γίνεται από κόκκινο κρασί που βράζει με μπαχαρικά όπως κανέλα, μοσχοκάρυδο, πιπερόριζα και μπαχάρι. Επίσης, η πιπερόριζα παραδοσιακά προστίθεται σε τουρσί και σπιτικά λουκάνικα, όπως στο παραδοσιακό μπράτβουρστ (γερμ.Bratwurst).[17][18][19]
Στην Καραϊβική η πιπερόριζα είναι διάσημο μπαχαρικό για μαγειρική αλλά και για τη δημιουργία εποχιακών ποτών όπως το σορέλ κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικά κόκκινο ποτό από τα ροδοπέταλα ιβίσκου,[σημ. 1] το οποίο, αφού αρωματιστεί με πιπερόριζα και μπαχάρι, γλυκαίνει με ζάχαρη και ρούμι.[20][21][22] Οι Τζαμαϊκανοί χρησιμοποιούν πιπερόριζα στο καρύκευμα τζερκ (αγγλ.jerk) ή σε μαρινάτες για ψήσιμο στα κάρβουνα,[23] κάνουν μπύρα και τη χρησιμοποιούν στο τσάι. Επίσης αποτελεί βασικό άρωμα σε συνταγή Τζαμαϊκανικού κέικ (αγγλ.cut cake), ενώ συχνά προστίθεται και στο κλασικό μίγμα μπαχαρικών για γλυκιά κολοκυθόπιτα.[24][25]
Από τα αρχαία χρόνια η πιπερόριζα χρησιμοποιείται στις ιατρικές παραδόσεις της Ασίας (π.χ. Ινδία και Κίνα), των Ελλήνων και των Αράβων, συνήθως σε αφεψήματα, βάμματα ή μίγματα αιθερίων ελαίων. Στη λαϊκή ιατρική πιο γνωστή είναι η χρήση για τη ναυτία, προβλήματα κατά την πέψη και σαν φάρμακο για το κρυολόγημα. Χρησιμοποιείται επίσης σε περιπτώσεις εμέτου και ιλίγγου,[26] ως τονωτικό για προβλήματα δυσπεψίας, διάρροιας, δυσκοιλιότητας και για προβλήματα του κωλικού.[27][28][29] Η γερμανική ελεγκτική επιτροπή για φάρμακα από βότανα, Commission E, έκρινε πως η πιπερόριζα αντενδείκνυται κατά την εγκυμοσύνη.[30]
Το τσάι από πιπερόριζα είναι διαδεδομένο σε διάφορες χώρες. Στην Κίνα το τσάι αυτό παρασκευάζεται από αποφλοιωμένες και κομμένες σε φέτες πιπερόριζας και συνήθως προστίθεται καφέ ζάχαρη. Φέτες από πορτοκάλι ή λεμόνι πολλές φορές προστίθενται για να γίνει ακόμα πιο γευστικό το τσάι. Η πιπερόριζα είναι βασικό συστατικό στο τσάι με μπαχαρικά, γνωστό ως τσάι μασάλα, το οποίο είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοανατολική Ασία (π.χ. στην Ινδία).
↑Dan Lepard (3 Νοεμβρίου 2007). «100-year-old parkin». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
↑David B. Fankhauser. «Making ginger ale at home». Προσωπική ιστοσελίδα Καθηγητή Βιολογίας στο Cincinnati Clermont College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαρτίου 2006. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
↑Thomas Sprat (1702) A history of the Royal Society of London, page 196 "of Brewing Beer with Ginger instead of Hops"
↑Austrian information, τομ. 58-60, Austria. Österreichische konsularische Vertretungsbehörden im Ausland, Austrian Information Service, New York, 2005.